απομέσα

απομέσα
επίρρ. τοπ., εσωτερικά, εντός: Φορώ κι άλλα ρούχα απομέσα. – Λέγε το μάθημα απομέσα σου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • απομέσα — (τοπ. επίρρ.) 1. από μέσα, από το εσωτερικό 2. στο εσωτερικό, στη μέσα επιφάνεια 3. διαμέσου, μέσα από 4. φρ. «μιλώ ή διαβάζω απομέσα μου» μιλώ ή διαβάζω χαμηλόφωνα ή χωρίς να μιλώ καθόλου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”